προπάλαιος
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A very old, οἶνος Orib.5.33.1; ἔλαιον Aët.15.14.
German (Pape)
[Seite 738] sehr alt, von sehr alter Zeit her, zw., s. Lob. Phryn. 47.
Greek (Liddell-Scott)
προπάλαιος: -ον, λίαν παλαιός, Συνέσ. 132Β, Ὀρειβάσ. 83 Matth.· ― συγκρ. προπαλαιότερος, Τζέτζ. Ἱστ. 2. 173, 175.
Spanish
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
πολύ παλαιός, παμπάλαιος
μσν.
ο παλιότερος σε σύγκριση με κάποιον άλλο.