προσκατακτείνω

Revision as of 09:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A kill besides, v.l. for προσαπο-, Palaeph. 31.

Greek (Liddell-Scott)

προσκατακτείνω: κατακτείνω, φονεύω προσέτι, Παλαίφ. 32.

Greek Monolingual

Α
φονεύω επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + κατακτείνω «φονεύω»].