προσκαθιδρύω

Revision as of 09:43, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A place upon, περίαπτα ξοάνοις Ph.2.559 (Pass.).

Greek (Liddell-Scott)

προσκαθιδρύω: τοποθετῶ ἐπί τινος, τινί τι Φίλων 2. 559.

Greek Monolingual

Α
τοποθετώ κάτι σε κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + καθιδρύω «τοποθετώ, βάζω»].