A place upon, περίαπτα ξοάνοις Ph.2.559 (Pass.).
προσκαθιδρύω: τοποθετῶ ἐπί τινος, τινί τι Φίλων 2. 559.
Ατοποθετώ κάτι σε κάτι άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + καθιδρύω «τοποθετώ, βάζω»].