προπλήσσω
English (LSJ)
A strike first, τὴν φόρμιγγα Him.Or.12.3.
Greek (Liddell-Scott)
προπλήσσω: πλήττω, κρούω πρότερον, τὴν φόρμιγγα Ἱμερ. Λόγ. 12. 3.
Greek Monolingual
Α
(σχετικά με φόρμιγγα) κρούω από πριν, προανακρούω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + πλήσσω «χτυπώ»].