κάμμαρος
English (LSJ)
ὁ, a kind of
A lobster, Epich.60, Sophr.26, Rhinth.18:— also καμμαρίς, ίδος, ἡ, Gal.6.735. II a kind of aconite, used as a cooling medicine, Hp.Loc.Hom.27, Stratt.21, Dsc.4.76, Nic.Al.41; also, = δελφίνιον, Ps.-Dsc.3.73; = μανδραγόρα ἄρρεν, Id.4.75. (Meaning and spelling are dub. in Hp., cf. Erot. s.v.: κάμαρος and κάμμορον were variants, the latter is v.l. in Dsc. l.c., cf. Sch.Nic. l.c.)
German (Pape)
[Seite 1317] ὁ, auch κάμαρος u. κάμμορος geschrieben, eine Krebsart (vgl. cammarus, Hummer), Ath. VII, 306 c.
Greek (Liddell-Scott)
κάμμᾰρος: ὁ, εἶδος καρίδος, Ἐπιχαρμος καὶ Σώφρων παρ’ Ἀθην. 306C· παρὰ Γαλην. 6. 735, καμμαρίς, ίδος, ἡ· ἐν τῇ Λατ. cammarus, gammarus· ὁ Ἡσύχ. ἔχει: «καμμάρως (Δωρ.)· τὰς ἐρυθρὰς καρίδας»· περιγράφονται δὲ ὡς ἐρυθραὶ καὶ λειοστρακιῶσαι ὑπὸ Σώφρονος 52 Ahr. II. εἶδος ἀκοντίου, Ἱππ. 418. 24, Διοσκ. 4. 77 (ἐν τοῖς νόθοις)). -Ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις συχνάκις φέρεται: κάμμορος.
Spanish
Greek Monolingual
κάμμαρος και κόμμαρος και κόμμορος
ὁ (Α)
είδος μεγάλης γαρίδας, αστακού
2. κάμαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < IE kәmr- > καμαρ- > κάμμαρ-ος (με εκφραστικό διπλασιασμό)
πρβλ. νορβ. cammore, αρχ. άνω γερμ. Hummer «αστακός». Ο μακεδονικός τ. κόμ(μ)αρος με τροπή του α σε ο. Ο τ. κόμμορος είναι μεταγενέστερο παρατυμολογικό προϊόν. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη μορφή cammarus. (Για τη λ. με τη δεύτερη σημ. βλ. κάμαρος)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάμμαρος -ου, ὁ monnikskap (plant).
Frisk Etymological English
1.
Grammatical information: m.
Meaning: kind of crab (Epich., Sophr., Rhinth., H.; on the meaning cf. Thompson Fishes s. v.), καμμαρίς id. (Gal.); .
Other forms: κομμάραι η κομάραι καρίδες. Μακεδόνες H
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: - Identified with ONord. humarr, LG. NHG Hummer, (Kretschmer Glotta 22, 103f.: a loan from there?). (Skt. kamáṭha- m. turle is not related, s. Mayrhofer KEWA s. v.). - From κάμμαρος Lat. cammarus. - The variation α\/ο points to a Pre-Greek word (which may be a loan from elsewhere).
2. See also: s. κάμαρος.
Frisk Etymology German
κάμμαρος: 1.
{kámmaros}
Forms: καμμαρίς ib. (Gal.); κομμάραι ἢ κομάραι· καρίδες. Μακεδόνες H.
Grammar: m.
Meaning: Art Krebs (Epich., Sophr., Rhinth., H.; zur Bed. vgl. Thompson Fishes s. v.),
Etymology : Offenbar mit anord. humarr, nd. nhd. Hummer identisch, vielleicht daraus entlehnt (Kretschmer Glotta 22, 103f.). Aind. kamáṭha- m. Schildkröte ist dagegen wahrscheinlich fernzuhalten (s. Mayrhofer Wb. s. v.). — Aus κάμμαρος lat. cammarus.
Page 1,772
2.
{kámmaros}
Meaning: N. einer Giftpflanze
See also: s. κάμαρος.
Page 1,772