θεοπειθής

Revision as of 09:58, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ές,

   A obedient to God, ὑπακοή Hierocl.in CA 24p.473M.

German (Pape)

[Seite 1197] ές, Gott gehorsam, Nonn. par. 3, 116.

Greek (Liddell-Scott)

θεοπειθής: -ές, ὑπήκοος τῷ θεῷ, εὐπειθὴς αὐτῷ, Ἀνθ. Π. 1. 119, 25, - Ἐπίρρ. -θῶς, Εὐστ. Πονημ. 75. 50.

Greek Monolingual

θεοπειθής, -ές (AM)
αυτός που υπακούει στον θεό, ο ευσεβής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -πειθής (< πείθομαι), πρβλ. ευ-πειθής, ταχυ-πειθής].

Russian (Dvoretsky)

θεοπειθής: повинующийся богам (ψυχαί Anth.).