κατάπρεμνος

Revision as of 10:05, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A with many branches, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1372] mit vielen Stämmen, Hesych. erkl. κατάκλαδος.

Greek (Liddell-Scott)

κατάπρεμνος: -ον, πλήρης κλάδων, κατάκλαδος, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κατάπρεμνος, -ον (Α)
γεμάτος κλαδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -πρεμνος (< πρέμνος «κλαδί»), πρβλ. αυτό-πρεμνος, υπό-πρεμνος].