καμπεσίγυιος

Revision as of 10:05, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A bending the limbs, παίγνια κ. puppets, Orph.Fr.34.

German (Pape)

[Seite 1318] die Glieder beugend, παίγνια, Gliederpuppen, Orph. bei Clem. Al. p. 15, vgl. Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

καμπεσίγυιος: -ον, κάμπτων τὰ μέλη, παίγνια κ., τὰ νευρόσπαστα, Ὀρφ. Ἀποστ. 17, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ.

Greek Monolingual

καμπεσίγυιος, -ον (Α)
(για παιχνίδια) αυτός που κάμπτει τα μέλη του σώματος («παίγνια καμπεσίγυια» — παιχνίδια που λυγίζουν τα μέλη του σώματος, τα νευρόσπαστα, Ορφ. απόσπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμπεσί- (< κάμπτω) + -γυιος (< γυῖα «μέλη του σώματος»), πρβλ. αγλαό-γυιος, ιμερό-γυιος. Σύνθ. του τ. τερψί-μβροτος].