λιθαγωγία

Revision as of 10:36, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ἡ,

   A conveyance of stone, IG12.347.37, SIG241 B87 (Delph., iv B.C.).

Greek Monolingual

η (Α λιθαγωγία) λιθαγωγός
νεοελλ.
η ιδιότητα την οποία έχουν μερικά φάρμακα να διευκολύνουν την κάθοδο και έξοδο λίθων από τον οργανισμό
αρχ.
η μεταφορά λίθων.