νεκράγγελος

Revision as of 11:10, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A messenger of the dead, Luc.Peregr.41.

German (Pape)

[Seite 237] Todte ankündigend, Todtenbote, Luc. Mort. Peregr. 41.

Greek (Liddell-Scott)

νεκράγγελος: -ον, ἄγγελος τῶν νεκρῶν, Λουκ. Περεγρ. 41.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
messager des morts.
Étymologie: νεκρός, ἄγγελος.

Greek Monolingual

νεκράγγελος, -ον (Α)
αγγελιαφόρος τών νεκρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + ἄγγελος «αγγελιαφόρος»].

Greek Monotonic

νεκράγγελος: -ον, αγγελιοφόρος νεκρών, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

νεκράγγελος: ὁ и ἡ вестник смерти Luc.

Middle Liddell

νεκρ-άγγελος, ον
messenger of the dead, Luc.