αγγελιαφόρος

From LSJ

κακῆς ἀπ' ἀρχῆς γίγνεται [[τέλος]] κακόν → from a bad [[beginning]] comes a bad end (Euripides' Aeolus fr. 32)

Source

Greek Monolingual

ο (Α ἀγγελιαφόρος) (Ν και αγγελιοφόρος)
αυτός που μεταφέρει, που διαβιβάζει αγγελία
αρχ.
εισηγητής ακροάσεων του Πέρση βασιλιά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγγελία + -φόρος < φέρω.