νεκράγγελος
From LSJ
English (LSJ)
νεκράγγελον, messenger of the dead, Luc.Peregr.41.
German (Pape)
[Seite 237] Todte ankündigend, Todtenbote, Luc. Mort. Peregr. 41.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
messager des morts.
Étymologie: νεκρός, ἄγγελος.
Russian (Dvoretsky)
νεκράγγελος: ὁ и ἡ вестник смерти Luc.
Greek (Liddell-Scott)
νεκράγγελος: -ον, ἄγγελος τῶν νεκρῶν, Λουκ. Περεγρ. 41.
Greek Monolingual
νεκράγγελος, -ον (Α)
αγγελιαφόρος τών νεκρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + ἄγγελος «αγγελιαφόρος»].
Greek Monotonic
νεκράγγελος: -ον, αγγελιοφόρος νεκρών, σε Λουκ.