νυκτιχαρής

Revision as of 11:10, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ές,

   A rejoicing in the night, PMag.Par.1.1795.

Spanish

que se alegra con la noche

Greek Monolingual

νυκτιχαρής, -ές (Α)
αυτός που χαίρεται κατά τη διάρκεια της νύχτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + -χαρής(< χαίρω)].