παρασχοινίζω

Revision as of 11:23, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A fence off with lines, παρεσχοίνισται ἡ ὁδός Str.15.1.55.

German (Pape)

[Seite 501] durch ein daneben od. davor gezogenes Seil ausmessen, Strab. XV, 710.

Greek (Liddell-Scott)

παρασχοινίζω: ἀποφράττω διὰ σχοινίου, παρεσχοίνισται ἡ ὁδὸς Στράβ. 710· - παρασχοίνισμα, τό, σχοινίον ἐκτεινόμενον πλησίον ἢ κατὰ μῆκος, Πολυδ. Ζ΄, 160.

Greek Monolingual

Α
φράζω κάτι με τεντωμένο σχοινί («παρεσχοίνισται ἡ ὁδός», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + σχοινί + κατάλ. -ίζω].