παρασχοινίζω
From LSJ
English (LSJ)
fence off with lines, παρεσχοίνισται ἡ ὁδός Str.15.1.55.
German (Pape)
[Seite 501] durch ein daneben od. davor gezogenes Seil ausmessen, Strab. XV, 710.
Greek (Liddell-Scott)
παρασχοινίζω: ἀποφράττω διὰ σχοινίου, παρεσχοίνισται ἡ ὁδὸς Στράβ. 710· - παρασχοίνισμα, τό, σχοινίον ἐκτεινόμενον πλησίον ἢ κατὰ μῆκος, Πολυδ. Ζ΄, 160.
Greek Monolingual
Α
φράζω κάτι με τεντωμένο σχοινί («παρεσχοίνισται ἡ ὁδός», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + σχοινί + κατάλ. -ίζω].