παρασιτία

Revision as of 11:23, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ἡ,

   A profession of a parasite, Luc. Par.37.

German (Pape)

[Seite 498] ἡ, das Essen bei Einem, Sp., zw.

Greek (Liddell-Scott)

παρασῑτία: ἡ, ἡ χαμερπὴς κολακεία τοῦ παρασίτου, Ἰω. Χρυσ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
métier ou habitudes de parasite.
Étymologie: παράσιτος.

Greek Monolingual

η, ΝΑ παράσιτος
το να είναι κάποιος ή κάτι παράσιτο, το να εξασφαλίζει την συντήρηση του εις βάρος άλλου, το να παρασιτεί.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρασιτία -ας, ἡ [παράσιτος] het parasiet zijn, parasietengedrag.

Russian (Dvoretsky)

παρασῑτία: ἡ Luc. v. l. = παρασιτική.