περιπατητής

Revision as of 11:31, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who walks about, Gloss.

German (Pape)

[Seite 586] ὁ, der Herumgehende, der Spaziergänger (?).

Greek (Liddell-Scott)

περιπᾰτητής: -οῦ, ὁ, ὁ περιπατῶν, περιφερόμενος, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜ και περπατητής, θηλ. περιπατήτρια, Ν περιπατώ / περπατώ
αυτός που κάνει περίπατο για ξεκούραση και αναψυχή.