Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
η (AM ἀναψυχή) αναψύχω
1. ανακούφιση, παρηγοριά
2. ψυχαγωγία
αρχ.
1. δροσιά
2. αερισμός.