παρεμμαίνομαι

Revision as of 11:35, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

Pass.,

   A to be somewhat mad, Tim. Lex. s.v. κορυβαντιᾶν.

German (Pape)

[Seite 515] = etwas ἐμμαίνομαι, Tim. lex. Plat. Erkl. von κορυβαντιᾶν.

Greek (Liddell-Scott)

παρεμμαίνομαι: Παθ., εἶμαι ὀλίγον μαινόμενος, Τιμαίου Λεξ. Πλατ. σ. 163.

Greek Monolingual

Α εμμαίνομαι
κατέχομαι κάπως από μανία.