πρωτόκαρπος
English (LSJ)
ον,
A yielding the first harvest, Ἀτθίς Limen.12.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που αποφέρει τους πρώτους καρπούς του, που δίνει την πρώτη του σοδειά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + καρπός].
ον,
A yielding the first harvest, Ἀτθίς Limen.12.
-ον, Α
αυτός που αποφέρει τους πρώτους καρπούς του, που δίνει την πρώτη του σοδειά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + καρπός].