ἀποτριάζω

Revision as of 12:30, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A to be victorious in wrestling (cf. τριακτήρ), Sch.A.Ch. 339 (Pass.); to be victorious in the πένταθλον, Poll.3.151: = τρεῖς πληγὰς δοῦναι, AB438, Hsch.

German (Pape)

[Seite 332] triumphiren. Bei B. A. p. 428 ein Fechterausdruck, τρεῖς πληγὰς δοῦναι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτριάζω: ἀναδεικνύομαι νικητὴς ἐν πεντάθλῳ, «ἐπὶ δὲ πεντάθλου τὸ νικῆσαι ἀποτριάξαι λέγουσιν» Πολυδ. Γ΄, 151, «ἀποτριάσαι, οἱ δὲ ἀποτριάξαι διὰ τοῦ ξ, πληγὰς τρεῖς δοῦναι» Α. Β. 438. 7, «οὐκ ἀτρίακτος, οὐκ ἀνίκητος ἀπὸ τῶν παλαιστῶν, οἵ ἀποτριάζονται ὑπὸ τῶν ἀντιπάλων» Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Χο. 339.

Spanish (DGE)

asestar tres golpes Hsch., AB 438
de ahí vencer en el pentatlon Poll.3.151, cf. Sch.A.Ch.339.

Greek Monolingual

ἀποτριάζω (Α)
νικώ στο πένταθλο.