ἀτρίακτος
Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein
English (LSJ)
[ῐ], ον, unconquered, A.Ch.339.
Spanish (DGE)
-ον
invencible οὐκ ἀ. ἄτα; ¿no es invencible Ate? A.Ch.339.
German (Pape)
[Seite 389] unbesiegbar, ἄτη Aesch. Ch. 335.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
invaincu, invincible.
Étymologie: ἀ, τριάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀτρίακτος: непобедимый (ἄτη Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀτρίακτος: -ον, ἀνίκητος, ἀήττητος, τί δ’ ἄτερ κακῶν; οὐκ ἀτρίακτος ἄτα; Αἰσχύλ. Χο. 338· πρβλ. τριάζω, ἀποτριάζω.
Greek Monolingual
ἀτρίακτος, -ον (Α)
ακατάβλητος, ανίκητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + τριάζω «νικώ τρεις φορές σε αγώνα»].
Greek Monotonic
ἀτρίακτος: -ον (τριάζω), ανίκητος, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
τριάζω
unconquered, Aesch.
Translations
invincible
Armenian: անհաղթ, անհաղթելի; Azerbaijani: basılmaz, məğlubedilməz, yenilməz; Belarusian: непераможны; Bulgarian: непобедим; Catalan: invencible; Chinese Mandarin: 無敵, 无敌, 不敗, 不败; Czech: neporazitelný; Dutch: onoverwinnelijk, onoverwinnelijke; Esperanto: nevenkebla; Finnish: voittamaton; French: invincible; German: unbesiegbar; Greek: αήττητος, ακαταμάχητος, ακατανίκητος, ανίκητος, ανυπέρβλητος, απόρθητος; Ancient Greek: ἀάατος, ἀγναμπτοπόλεμος, ἀδάμας, ἀδάματος, ἀδαμής, ἀδήριτος, ἀήσσητος, ἀήττητος, ἀκαταγώνιστος, ἀκαταμάχητος, ἀκατανίκητος, ἀκαταπολέμητος, ἀκαταπόνητος, ἀκράτητος, ἄληπτος, ἀμάχητος, ἄμαχος, ἀμεσολάβητος, ἀνίκατος, ἀνίκητος, ἀπάλαιστος, ἀπαρηγόρητος, ἀπεριγένητος, ἀπολέμητος, ἀπόλεμος, ἀπόμαχος, ἄπορος, ἀπρόσβλητος, ἀπρόσμαχος, ἀπτόλεμος, ἀτρίακτος, αὐτόλιθος, ἀχείρωτος, δυσανταγώνιστος, δυσέλεγκτος, δύσμαχος, δυσνίκητος, δυσπάλαιστος, δυσπολέμητος, κραταιός, ὑπέρβιος; Icelandic: ósigrandi; Irish: dochloíte, dosháraithe; Italian: invincibile, imbattibile; Japanese: 倒せない, 無敵の, 不敗の, 難攻不落の; Kurdish Central Kurdish: نەبەز; Latin: invictus; Latvian: neuzvarams; Lithuanian: nenugalimas, neįveikiamas; Macedonian: непобедлив; Malay: tidak terkalahkan; Malayalam: അജയ്യ, അജയ്യനായ; Manx: neuvainshtyragh; Norwegian: uovervinnelig; Old English: unoferswīþendlīċ; Polish: niezwyciężony; Portuguese: invencível; Romanian: invincibil, imbatabil; Russian: непобедимый; Sanskrit: अजेय, अषाढ, दुराधर, दुराधर्ष, दुर्जय, अजित; Serbo-Croatian Cyrillic: непобѐдив, непобјѐдив; Roman: nepobèdiv, nepobjèdiv; Slovak: neporaziteľný; Slovene: nepremagljiv; Spanish: invencible; Swedish: oövervinnerlig; Tagalog: masusupil; Tamil: வெல்லமுடியாத; Thai: อยู่ยงคงกระพัน; Turkish: yenilmez; Ukrainian: непереможний