ἀτρίακτος
Contents
English (LSJ)
[ῐ], ον, unconquered, A.Ch.339.
Spanish (DGE)
-ον
invencible οὐκ ἀ. ἄτα; ¿no es invencible Ate? A.Ch.339.
German (Pape)
[Seite 389] unbesiegbar, ἄτη Aesch. Ch. 335.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
invaincu, invincible.
Étymologie: ἀ, τριάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀτρίακτος: непобедимый (ἄτη Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀτρίακτος: -ον, ἀνίκητος, ἀήττητος, τί δ’ ἄτερ κακῶν; οὐκ ἀτρίακτος ἄτα; Αἰσχύλ. Χο. 338· πρβλ. τριάζω, ἀποτριάζω.
Greek Monolingual
ἀτρίακτος, -ον (Α)
ακατάβλητος, ανίκητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + τριάζω «νικώ τρεις φορές σε αγώνα»].
Greek Monotonic
ἀτρίακτος: -ον (τριάζω), ανίκητος, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
τριάζω
unconquered, Aesch.