ἐκδέκτωρ

Revision as of 12:32, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ορος, ὁ,

   A one who takes from another, πόνων one who relieves another's toil, A.Fr.194.    2 successor, τῆς βασιλείας Nic.Dam. p.45 D.

German (Pape)

[Seite 756] ορος, ὁ, Abnehmer, πόνων, wer einem Andern eine Arbeit abnimmt, Aesch. frg. 180, wo ἀντίδουλα καὶ πόνων ἐκδέκτορα verbunden ist.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκδέκτωρ: -ορος, ὁ, ὁ δεχόμενος παρ’ ἄλλου, ἐκδ. πόνων (ὡς τὸ διάδοχος), ὁ διαδεχόμενος ἕτερον εἴς τι ἔργον, Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 194) παρὰ Πλουτ. 98C, Πορφ. π. Ἀποχῆς Ἐμψύχ. 3. 18· ἀλλ’ ὁ Πλούτ. 2. 964F ἔχει ἀνδέκτωρ.

Spanish (DGE)

-ορος, ὁ sucesor τῆς βασιλείας Nic.Dam.60.

Greek Monolingual

ἐκδέκτωρ ο (Α)
1. αυτός που δέχεται κάτι από άλλον, διαδέχεται άλλον σ' ένα έργο
2. διάδοχος.

Russian (Dvoretsky)

ἐκδέκτωρ: ορος ὁ принимающий на себя, т. е. заместитель (ἀντίδουλος καὶ πόνων ἐ. Aesch. ap. Plut.).