ἀντίδουλος
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
ἀντίδουλον,
A instead of a slave, neuter plural as adverb, ταύρων γονὰς δοὺς ἀντίδουλα A.Fr.194.
II of persons, being as a slave, treated as a slave, Id.Ch.135.
Spanish (DGE)
-ον
tratado como esclavo κἀγὼ μὲν ἀντίδουλος (habla Electra), A.Ch.135
•neutr. adv. ἀντίδουλα en vez de esclavos A.Fr.336b.
German (Pape)
[Seite 251] eines Knechtes Stelle vertretend, Aesch. Ch. 133; frg. 180.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
traité en esclave.
Étymologie: ἀντί, δοῦλος.
Russian (Dvoretsky)
ἀντίδουλος: заменяющий раба Aesch., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίδουλος: -ον, ὁ ἀντὶ δούλου, οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ. ταύρων γονὰς δοὺς ἀντίδουλα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 194. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ ὢν ὡς δοῦλος ἢ ὃν μεταχειρίζονται ὡς δοῦλον, ὁ αὐτ. Χο. 135.
Greek Monolingual
ἀντίδουλος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο μεταχειρίζονται ως δούλο.
Greek Monotonic
ἀντίδουλος: -ον, αυτός τον οποίο μεταχειρίζονται ως δούλο, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
treated as a slave, Aesch.