εἴσκειμαι

Revision as of 12:45, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bld">A</span> [[to be" to "<span class="bld">A</span> to [[be")

English (LSJ)

used as Pass. of εἰστίθημι,

   A to be put on board ship, Th. 6.32.

German (Pape)

[Seite 743] hineingelegt sein, darin liegen, Her. 2, 73 Thuc. 6, 32.

Greek (Liddell-Scott)

εἴσκειμαι: ὡς παθ. τοῦ εἰστίθημι, εἶμαι τιθειμένος ἐντός, ἔγκειμαι, ἐπειδὴ δὲ αἱ νῆες πλήρεις ἦσαν καὶ ἐσέκειτο πάντα ἤδη ὅσα ἔχοντες ἔμελλον ἀνάξεσθαι Θουκ. 6. 32· πρβλ. ἔγκειμαι Ι. 1, καὶ ἴδε τὴν πρόθεσιν εἰς Ι. 2.

Greek Monolingual

εἴσκειμαι (AM)
μσν.
είμαι κοντά, πλησιάζω
αρχ.
είμαι τοποθετημένος μέσα.

Russian (Dvoretsky)

εἴσκειμαι: староатт. ἔσκειμαι досл. быть сложенным внутрь (о грузе), быть погруженным (ἐσέκειτο πάντα Thuc.).

Middle Liddell

as Pass. of εἰστίθημι
to be put on board ship, Thuc.