εἰστίθημι
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
A put into, place in, τι ἔς τι Th.4.100, cf. Hdt.1.123; τινὰ ἐς τὰς χεῖράς τινι ib.208, etc.; νεκρὸν ἐς ἅμαξαν Id.9.25.
2 esp. put on board ship, πάντα ἐσθέντες (sc. ἐς τὰς πεντηκοντέρους) Id.1.164:—Med., ἐσθέμενοι τέκνα καὶ γυναῖκας ibid., cf.4.179, E.Hel.1566, X.HG1.6.20; to take, ἐς φορεῖον App.BC4.19.
3 Pass., to be entered, of a judgement in court, PPetr.3p.39 (iii B.C.).
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἐσ- Hdt.1.123, Th.4.100, App.BC 4.19
1 introducir, meter dentro ἐσέθηκε βυβλίον metió una hoja de papiro escrita en el interior de una liebre, Hdt.l.c., εἰσέθηκε ποταμόν introdujo (en el verso) un río Ar.Ra.1386, cf. 1405, c. εἰς y ac. φύσας μεγάλας ἐσθέντες ἐς τὸ ... ἄκρον τῆς κεραίας Th.l.c., en v. pas. τὸ εἰστεθὲν εἰς αὐτὸ (τὸ κενόν) σῶμα Arist.Ph.214b19.
2 depositar, poner, colocar c. εἰς y ac. ἐς ἅμαξαν ... τὸν νεκρόν Hdt.9.25, en v. pas. ἐς δὲ τὴν δεξιὰν ... τῷ νικῶντι ἐστιθέμενος φοῖνιξ Paus.8.48.2
•en v. med. mismo sent. ὅσσα δ' ἀκουαῖς εἰσεθέμην cuantas cosas guardé en mis oídos Call.Fr.43.17, ἐς φορεῖον ... τὸν Κικέρωνα App.l.c., c. ac. de direcc. (ταῦρον) εἰσέθεντο σέλματα depositaron el toro en la cubierta del barco, E.Hel.1566
•fig. Κῦρος δὲ Κροῖσον ἐς τὰς χεῖρας ἐσθεὶς τῷ ἑωυτοῦ παιδὶ Καμβύσῃ y Ciro habiendo puesto a Creso en manos de su hijo Cambises, e.e., bajo su protección Hdt.1.208.
3 embarcar, subir a bordo pers. y esp. mercancías τὰ δὲ ἄλλα πάντα ἐσθέντες καὶ αὐτοὶ ἐσβάντες Hdt.1.164, más frec. en v. med. ἐσθέμενοι τέκνα καὶ γυναῖκας καὶ ἔπιπλα πάντα Hdt.1.164, cf. 4.179, σῖτα μέτρια X.HG 1.6.20.
German (Pape)
[Seite 746] (s. τίθημι), hineinsetzen, -legen, bes. in ein Schiff, ἐςθέντες Her. 1, 164; ἐς ἅμαξαν Her. 9, 25; ἐς χεῖράς τινι 1, 208; Thuc. 4, 100 u. Sp. – Häufig med., für sich hineinlegen, ἐςθέμενοι τέκνα καὶ γυναῖκας, ihre Kinder einschiffend, Her. 1, 164; vgl. Eur. Hel. 1566; σῖτα Xen. Hell. 1, 6, 20; Sp.
French (Bailly abrégé)
1 placer dans, déposer dans : τινα ἐς χεῖράς τινι HDT remettre une personne entre les mains d'une autre;
2 particul. embarquer;
Moy. εἰστίθεμαι embarquer pour soi ou embarquer qch à soi.
Étymologie: εἰς, τίθημι.
Russian (Dvoretsky)
εἰστίθημι: ион. и староатт. ἐστίθημι
1 (на или во что-л.) класть, грузить (τι ἐς ναῦν и ἐς ἅμαξαν Her.; τι εἰς τὸ κενόν Arst.; med. τέκνα καὶ γυναῖκας καὶ ἔπιπλα πάντα Her.; σῖτα μέτρια Xen.): εἰστίθεσθαί τι σέλματα Eur. грузить что-л. на палубу;
2 приделывать, прикреплять (φύσας ἐς τὸ ἄκρον τῆς κεραίας Thuc.);
3 передавать (τινὰ ἐς χεῖράς τινι Her.).
Greek (Liddell-Scott)
εἰστίθημι: μέλλ. -θήσω, θέτω εἰς, θέτω ἔν τινι τόπῳ, ἐντίθημι, φύσας μεγάλας ἐσθέντας Θουκ. 4. 100, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 123· οἱ δὲ Φωκαιέες ἐν τούτῳ κατασπάσαντες τὰς πεντηκοντέρους, ἐσθέμενοι τέκνα καὶ γυναῖκας καὶ ἔπιπλα πάντα κτλ. ὁ αὐτ. 1. 164, 208, Θουκ., κλ.· τινὰ ἐς ἅμαξαν Ἡρόδ. 9. 25. 2) προσέτι, ἐπιβιβάζω, Ἰήσονα, ἐπεί τε οἱ ἐξεργάσθη ὑπὸ τῷ Πηλίῳ ἡ Ἀργώ, ἐσθέμενον ἐς αὐτὴν ἄλλην τε ἑκατόμβην κτλ. ὁ αὐτ. 4. 179, Εὐρ. Ἑλ. 1566, Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 20· παραλαμβάνω ἐπὶ τοῦ πλοίου, Ἀππ. Ἐμφύλ. 4. 19.
Greek Monolingual
εἰστίθημι
1. τοποθετώ σ' έναν τόπο, μέσα σε κάτι
2. (για πλοίο) επιβιβάζω
3. παθ. εισδύω, εισέρχομαι.
Greek Monotonic
εἰστίθημι: μέλ. -ήσω·
1. βάζω μέσα, τοποθετώ σε κάποιο μέρος, τινα ή τι εἰς χεῖράς τινι, σε Ηρόδ., Θουκ.· τινα ἐς ἅμαξαν, σε Ηρόδ.
2. ἐστ. ἐς ναῦν, επιβιβάζω πάνω σε καράβι, Λατ. navi imponere, στον ίδ.· τέκνα ἐσθέσθαι (απαρ. αορ. βʹ) επιβιβάζουν τα παιδιά τους πάνω σε πλοίο, στον ίδ.
Middle Liddell
fut. -θήσω
1. to put into, place in, τινα or τι εἰς χεῖράς τινι Hdt., Thuc.; τινὰ ἐς ἅμαξαν Hdt.
2. ἐστ. ἐς ναῦν to put on board ship, Lat. navi imponere, Hdt.; τέκνα ἐσθέσθαι (aor2 inf.) to put their children on board, Hdt.
Lexicon Thucydideum
addere, applicare, immittere, to add, bring up, send in, 4.100.3.