προσαπόκειμαι

Revision as of 12:50, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bld">A</span> [[to be" to "<span class="bld">A</span> to [[be")

English (LSJ)

   A to be stored up as well, dub.in Aristid. Or.50 (26).49 (fort. προ-).

Greek Monolingual

Α
έχω αποτεθεί σε ένα μέρος για φύλαξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀπόκειμαι «είμαι τοποθετημένος σε ασφαλές μέρος»].