ἀπόκειμαι

From LSJ

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόκειμαι Medium diacritics: ἀπόκειμαι Low diacritics: απόκειμαι Capitals: ΑΠΟΚΕΙΜΑΙ
Transliteration A: apókeimai Transliteration B: apokeimai Transliteration C: apokeimai Beta Code: a)po/keimai

English (LSJ)

fut. ἀποκείσομαι, used as Pass. of ἀποτίθημι,
A to be laid away from, προμαθείας ἀπόκεινται ῥοαί the tides of events lie beyond our foresight, Pi.N.11.46, cf. Arat.110.
II abs., to be laid up in store, of money, ἀ. ἔνδον ἀργύριον Philetaer.7.6; σῖτος D.42.6; παρά τινι Lys.19.22; τινί for one's use, X.An.2.3.15; χάρις.. ξύν' ἀπόκειται (as Reisig for ξῠναπόκειται) is laid up as a common possession, S.OC1752: hence, to be kept in reserve, X.Cyr.3.1.19, etc.; πολύς σοι [γέλως] ἐστὶν ἀποκείμενος you have great store of laughter in reserve, ib.2.2.15; ἀ. εἰς.. to be reserved for an occasion, Pl.Lg.952d; τὸ τῆς συγγνώμης ὠφέλιμον, ἔλεος ἀ. τινί, D.23.42, D.S.13.31; σοφία ἐς ἐκείνας [τὰς τέχνας] ἀποκείσθω let the name of wisdom be reserved for.., Philostr.Gym.1; ἐφ' ὑμῖν ἀπόκειται τὸ πεισθῆναι you reserve your acquiescence, D.Chr.38.5: c. inf., ἀτυχήματα ἀπόκειταί τινι ἐνευδοκιμεῖν D.18.198; ὅσα τοῖς κακουργοῖς ἀ. παθεῖν D.H.5.8, cf. Luc. Syr.D.51; ἀπόκειται τοῖς ἀνθρώποις ἅπαξ ἀποθανεῖν = is appointed unto men once to die Ep.Hebr.9.27; πᾶσι.. τὸ θανεῖν ἀπόκειται Epigr.Gr.416.6 (Alexandria).
2 to be buried, Not. Scav.1923.49.
III to be laid aside, be neglected, ἀ. πόρρω Cratin.367, cf. Plu.2.159f, Philostr.VA8.21.
2 ἀποκειμένη καὶ παλαιὰ φύσις stale, of perfume, D.S.3.46.
IV to be exposed, lie open, to, χώρα ἀ. βαρβάροις Procop.Aed.4.2, cf. 2.9.

Spanish (DGE)

I 1estar lejos προμαθείας δ' ἀπόκεινται ῥοαί Pi.N.11.46, χαλεπὴ δ' ἀπέκειτο θάλασσα Arat.110
part., en sent. temp., de un perfume añejo ἀποκειμένην καὶ παλαιὰν ἔχει τὴν τῶν ἀρωμάτων φύσιν D.S.3.46.
2 fig. ser despreciado, ser arrinconado ἀποκεῖσθαι πόρρω Cratin.367, ῥητορικὴ μὲν γὰρ ἀπέκειτο ἀμελουμένη Philostr.VA 8.21, ἰατρική ... ἀποκείσεται Plu.2.159f.
3 quedar como resto, PGoodsp.Cair.30.2.16, 3.29, 4.20 (II d.C.).
II 1de bienes diversos estar depositado ἀποκεῖσθαι ... ἔνδον ἀργύριον Philetaer.7.6, σῖτος D.42.6, ἀποκειμένας παρ' αὐτῷ τετταράκοντα μνᾶς Lys.19.22, (στέφανοι) οἳ καὶ νῦν ἀπόκεινται ἐν τῷ πατρίῳ ... ἱερῷ PWisc.3.4 (III d.C.), cf. BGU 1023.7
estar destinado a αὐταὶ δὲ αἱ βάλανοι ... τοῖς οἰκέταις ἀπέκειντο, αἱ δὲ τοῖς δεσπόταις ἀποκείμεναι ἦσαν ἀπόλεκτοι X.An.2.3.15
funerar. yacer, reposar ἐνθάδ' ἀπόκειται Θεονόη Not.Scav.1923.49.
2 fig. estar a disposición, poder contar χάρις ἡ χθονία ξύν' ἀπόκειται S.OC 1752, πολύς (sc. γέλως) σοί ἐστιν ἀποκείμενος X.Cyr.2.2.15, ἑαυτῷ ἐχυρὰ χωρία ἀποκεῖσθαι X.Cyr.3.1.19, ὅτῳ ποτὲ τῶν πάντων ἀπόκειται ἄδηλον ὄν D.23.42
estar al alcance de ὅτῳ τὰ τῶν Ἑλλήνων ἀτυχήματ' ἐνευδοκιμεῖν ἀπέκειτο D.18.198, οὐκ ἔστιν οὖν τούτοις δίκαιος ἀποκείμενος ἔλεος D.S.13.31
estar reservado del granizo como castigo divino ἀπόκειται δέ σοι εἰς ὥραν ἐχθρῶν te está reservado para la hora de los enemigos LXX Ib.38.23, ἀποκείμενον χαριστήριον LXX 2Ma.12.45
corresponder ἕως ἂν ἔλθῃ τὰ ἀποκείμενα αὐτῷ LXX Ge.49.10, τὴν ἐλπίδα τὴν ἀποκειμένην ὑμῖν ἐν τοῖς οὐρανοῖς Ep.Col.1.5, σοφία δὲ ἐς ἐκείνας (sc. τὰς τέχνας) ἀποκείσθω μόνας quede el nombre de sabiduría reservado sólo para aquéllas (artes) Philostr.Gym.1, εἴτε ἐφ' ὑμῖν ἀπόκειται τὸ πεισθῆναι = si reserváis vuestra aquiescencia D.Chr.38.5
ser ineluctable ὅσα τοῖς κακούργοις ἀπόκειται παθεῖν D.H.5.8, ὅτῳ τὰδε ἀποκέαται Luc.Syr.D.51, καὶ καθ' ὅσον ἀπόκειται τοῖς ἀνθρώποις ἅπαξ ἀποθανεῖν = y así como está establecido que todos los seres humanos deben pasar por la muerte una sola vez Ep.Hebr.9.27, πᾶσι βροτοῖς τὸ θανεῖν ἀπόκειται IMEG 50.6 (Alejandría II/III d.C.), τὸ ἀποκείμενον Sch.Theoc.7.83.

German (Pape)

[Seite 306] (s. κεῖμαι), 1) bei Seite, getrennt liegen, προμαθείας ῥοαί Pind. N. 11, 46; Arat. Phoen. 110. – Gew. bei Seite gelegt worden sein, um aufbewahrt, gespart zu werden, von Früchten, Xen. An. 2, 3, 13; ἔνδον αποκείμενος σῖτος Dem. 42, 6; Plut.; vom Gelde, παρά τινι Lys. 19, 22; von sicheren Zufluchtsörtern, Xen. Cyr. 3, 1, 19; καταφυγή Dem. 54, 21. Übh. worauf Einer sicher rechnenkann, was ihm aufgespart bleibt, ὄνειδος Plat. Legg. XII, 952 d; εὔνοιά τινι Xen. An. 7, 7, 46; γέλως Cyr. 2, 2, 15; συγγνώμη Dem. 23, 42; ἔλεος D. Sic. 13, 31; vgl. Iac. zu Ach. Tat. p. 678; τὸ ἀποκείμενον, das vom Schicksal Verhängte, Schol. Theocr. 7, 83; vgl. Luc. D. Syr. 51 u. a. Sp. – Auch = bei Seite gelegt, verachtet sein, Cratin. bei Suid.; ἀποκείσεται ἀκλεὴς καὶ ἀπόθετος Plut. Sept. Sap. conv. 16; D. Sic. 3, 46.

French (Bailly abrégé)

être mis de côté :
1 être en réserve ; fig. οἷς γὰρ χάρις ἡ χθονία ξύν' ἀπόκειται πενθεῖν οὐ χρή SOPH car il ne faut pas qu'ils s'affligent ceux à qui le pays tout entier réserve sa faveur;
2 être laissé à l'écart, être méprisé ou délaissé.
Étymologie: ἀπό, κεῖμαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόκειμαι:
1 лежать в стороне (τινος Pind.);
2 быть отложенным про запас, храниться, быть накопленным (αἱ βάλανοι ἀποκείμεναι Xen.; σῖτος ἀποκείμενος Dem., Plut.): ἀποκείμεναι παρ᾽ αὐτῷ τεσσαράκοντα μναῖ Lys. находившиеся у него на хранении 40 мин;
3 быть уготованным, быть предназначенным, предназначаться (τινι Plat., Dem., Diod.): εὔνοια ἀπόκειταί τινι Xen. следует относиться благосклонно к кому-л.;
4 быть заброшенным, забытым (ἀποκείμενος καὶ παλαιός Diod.; ἀποκειται ἀκλεὴς καὶ ἀπόθητος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόκειμαι: μέλ. -κείσομαι, ἐν χρήσει ὡς παθ. τοῦ ἀποτίθημι, εὑρίσκομαι ἢ κεῖμαι μακρὰν ἀπὸ..., προμαθείας δ' ἀπόκεινται ῥοαὶ, ὁ δὲ ῥοῦς τῶν γεγονότων κεῖται μακρὰν τῆς ἡμετέρας προνοίας,· «τῆς δὲ προγνώσεως αἱ ὁδοὶ ἄποθεν ἡμῶν κεῖνται, ἀντὶ τοῦ, οὐ δυνάμεθα ἄνθρωποι ὄντες τὰ μέλλοντα προγινώσκειν» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 11. 61, πρβλ. Ἄρατ. 110. ΙΙ. ἀπολ. εἶμαι ἀποτεθησαυρισμένος, ἐπὶ χρημάτων, ἀπόκειται ἔνδον ἀργύριον, Φιλέταιρ. 2. 9· παρά τινι Λυσ. 153. 45· τινι, πρὸς χρῆσίν τινος, Ξεν. Ἀν. 2. 3, 15· ἐν οἷς γὰρ χάρις ἡ χθονία ξύν' ἀπόκειται (κατὰ Reisig ἀντὶ ξῠναπόκειται), εἶναι ἀποτεθησαυρισμένη, ὑπάρχει ὡς κοινὴ κτῆσις, Σοφ. Ο. Κ. 1752, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb: ― ἐντεῦθεν φυλάττομαι ἐν ἀποθήκῃ, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 19, Πλάτ. κτλ.· πολύς σοι (γέλως) ἐστὶν ἀποκείμενος, ἔχεις μεγάλην ποσότητα γέλωτος ἀποτεθησαυρισμένην, Ξεν. Κύρ. 2.2,15· ἀπ. εἰς..., πρὸς χρῆσιν ἐν περιστάσει τινί, Πλάτ. Νόμ. 952D· συγγνώμην, ἔλεος ἀπ. τινι Δημ. 633, 26, Διόδ. 13. 30, κτλ: ― μετ’ ἀπαρ., ἀτυχήματα ἀπόκειταί τινι ἐνευδοκιμεῖν Δημ. 294. 14· παθεῖν Διον. Ἁλ. 5. 8· πᾶσι… τὸ θανεῖν ἀπόκειται Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 416. 6: ― τὸ ἀποκείμενον, τὸ ἐπιφυλαττόμενον εἴς τινα, ἡ μοῖρα αὐτοῦ, Schäf Γρηγόρ. Κορίνθου σ. 477. ΙΙΙ. κεῖμαι κατὰ μέρος, εἶμαι ἀπερριμένος, παρημελημένος, ἀπ. πόρρω Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 46, πρβλ. Πλούτ. 2.159F.

English (Slater)

ἀπόκειμαι lie at a distance, far off met. δέδεται γὰρ ἀναιδεῖ ἐλπίδι γυῖα· προμαθείας δ' ἀπόκεινται ῥοαί (N. 11.46)

English (Strong)

from ἀπό and κεῖμαι; to be reserved; figuratively, to await: be appointed, (be) laid up.

English (Thayer)

to be laid away, laid by, reserved (ἀπό as in ἀποθησαυρίζω (which see), ἀποθήκη);
a. properly: reserved for one, awaiting him: ἐλπίς hoped-for blessedness); στέφανος); ἀποθανεῖν, as in Xenophon down.)

Greek Monolingual

(AM ἀπόκειμαι, νεοελλ. συνήθως απρόσωπο: απόκειται) κείμαι
1. είμαι τοποθετημένος σε ασφαλές μέρος
2. «απόκειται σ' εμένα» — είναι χρέος μου, οφείλω να
3. «απόκειται σε κάποιον» — είναι στο χέρι του, εξαρτάται από την κρίση του
μσν.
είμαι ακάλυπτος, απροστάτευτος
αρχ.
είμαι παραμελημένος.

Greek Monotonic

ἀπόκειμαι: μέλ. -κείσομαι, χρησιμ. ως Παθ. του ἀποτίθημι, βρίσκομαι μακριά από· απόλ., είμαι συσσωρευμένος, αποθησαυρισμένος, σε Σοφ., Ξεν.· πολύς σοι (γέλως) ἐστὶν ἀποκείμενος, έχεις συσσωρευμένο πολύ γέλιο μέσα σου (και δεν το εξωτερικεύεις), σε Ξεν.

Middle Liddell

used as Pass. of ἀποτίθημι, to be laid away, absol. to be laid up in store, Soph., Xen.; πολύς σοι γέλως ἐστὶν ἀποκείμενος you have great store of laughter in reserve, Xen.

Chinese

原文音譯:¢pÒkeimai 阿坡-咳買
詞類次數:動詞(4)
原文字根:從-臥 相當於: (חָשַׂךְ‎)
字義溯源:被保留,被存留,被留作後用,存,存留,存著,定命;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(κεῖμαι)*=躺)組成。參讀 (ἀποθησαυρίζω)同義字
出現次數:總共(4);路(1);西(1);提後(1);來(1)
譯字彙編
1) 定命(1) 來9:27;
2) 存留著(1) 提後4:8;
3) 存(1) 西1:5;
4) 存著(1) 路19:20