προτελευτή

Revision as of 13:07, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ἡ,

   A earlier death, Vett. Val.101.2, Paul.Al.M.4.

Greek (Liddell-Scott)

προτελευτή: ἡ, πρότερος θάνατος, Παύλ. Ἀλ. Ἀποτελ. σ. 48.

Greek Monolingual

ἡ, Α
πρότερος θάνατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. < προτελευτῶ «πεθαίνω πρωτύτερα»].