προϋφαρπάζω

Revision as of 13:08, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A snatch beforehand, Sch. Ar.Pax289, Sch.S.Aj.1; τὴν σημασίαν EM401.2.

German (Pape)

[Seite 795] (s. ἁρπάζω), vorher heimlich wegraffen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προϋφαρπάζω: ὑφαρπάζω πρότερον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ Εἰρ. 288, κτλ.

Greek Monolingual

Α ὑφαρπάζω
υφαρπάζω, αρπάζω κρυφά ή δόλια προηγουμένως.

Russian (Dvoretsky)

προϋφαρπάζω: раньше похищать, тайком утаскивать Sext.