υφαρπάζω
From LSJ
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
Greek Monolingual
ὑφαρπάζω ΝΑ, και ιων. τ. ὑπαρπάζω Α ἁρπάζω
1. αρπάζω κάτι επιτήδεια και κρυφά, λαθραία, υποκλέπτω
2. μτφ. αποσπώ ή επιτυγχάνω κάτι από κάποιον με έντεχνο τρόπο χωρίς να του δώσω χρόνο να αντιδράσει (α. «κατόρθωσε να υφαρπάσει τη συγκατάθεση του πατέρα της» β. «τὴν πρὶν Ἀλεξάνδρου ψῆφον ὑφαρπαμένη», Ανθ. Παλ.)
διακόπτω κάποιον και παίρνω εγώ τον λόγο (α. «υφαρπάζω τον λόγο» β. «ὁ δὲ ὑφαρπάσας τὸν ἐπίλοιπον λόγον», Ηρόδ.)
αρχ.
1. αρπάζω κάτι που βρίσκεται κάτω από κάποιον («ἐπειδὴ καὶ τὴν ἕδραν σου ὑφήρπασε», Ξεν.)
2. μτφ. αποπλανώ, παρασύρω
3. μέσ. ὑφαρπάζομαι
μτφ. αρπάζω στη στιγμή, κατανοώ γρήγορα το νόημα μιας πρότασης.