πυκνόπορος

Revision as of 13:09, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A with close or narrow pores, Alex.Aphr.Pr.2.76.

German (Pape)

[Seite 815] mit dichten od. häufigen Gängen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πυκνόπορος: -ον, ὁ ἔχων πυκνοὺς ἢ στενοὺς τοὺς πόρους, πυκνόπορος σίδηρος Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 76.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πυκνούς πόρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + πόρος (πρβλ. εύπορος)].