ταραχοποιός
English (LSJ)
όν,
A causing disorder or confusion, Aesop.76b.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰρᾰχοποιός: -όν, ὡς καὶ νῦν, ὁ προξενῶν ταραχὴν ἢ σύγχυσιν, Αἴσωπ. 37.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui cause du trouble.
Étymologie: τάραχος, ποιέω.
Greek Monolingual
ο / ταραχοποιός, -όν, ΝΜΑ
άτομο που προξενεί ταραχές, ταραξίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταραχή + -ποιός].
Russian (Dvoretsky)
τᾰρᾰχοποιός: вносящий раздор, повергающий в смятение Aesop.