τέων

Revision as of 13:33, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

Ion. gen. pl. of τίς;

   A who?, and τεων, of τις, any one, v. τίς, τις.    II τέων, gen. pl. of ὅς, Nic.Al.2.

German (Pape)

[Seite 1104] ep. = τῶν od. ὧν, Nic. Al. 2. ion. = τίνων, Hom., s. τίς.

Greek (Liddell-Scott)

τέων: Ἰων. γενικ. πληθ. τοῦ τίς; καὶ ἀναγνωστέον ὡς μονοσύλλαβον ἐν Ὀδ. Ζ. 119, Ν. 200. 2) γεν. πληθ. τοῦ τις, Ἡρόδ. 5. 57. ΙΙ. Ἐπικ. γεν. πληθ. τοῦ ὅς, Νικ. Ἀλεξιφ. 2.

French (Bailly abrégé)

1ion. c. τίνων, gén. pl. de τίς interr.
ion. c. τινῶν, gén. pl. de τις indéf.

English (Autenrieth)

see τίς.

Greek Monolingual

Α
1. (ιων. γεν. πληθ. της ερωτημ. αντων.) βλ. τίς
2. (επικ. γεν. πληθ. της αναφ. αντων.) βλ. ὅς.

Greek Monotonic

τέων: ·
I. Ιων. αντί τίνων; γεν. πληθ. του τίς; ποιων; σε Ομήρ. Οδ. ΙI. του τις, οποιωνδήποτε, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

τέων:
I ион. (= τίνων) gen. pl. к τίς.
II ион. (= τινῶν) gen. pl. к τὶς.