τετρακόλουρος

Revision as of 13:34, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A quadruply truncated, Nicom.Ar.2.14, Iamb. in Nic.p.97 P.

German (Pape)

[Seite 1098] vierfach abgestumpft, πυραμίς, Nicom. arithm. 2, 14.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για πυραμίδες) ο τέσσερεις φορές κόλουρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + κόλουρος (πρβλ. δι-κόλουρος)].