κόλουρος
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
English (LSJ)
κόλουρον, (κόλος, οὐρά)
A dock-tailed, stump-tailed, metaph., ὥσπερ ὑπὸ γήρως ἀπτῆνα καὶ κ. Plu.Flam.21:—fem. κόλουρις, of the fox in the fable, Timocr.3; cf. κοθοῦριν.
2 generally, truncated, πυραμίς Nicom.Ar.2.14.
II κόλουροι (sc. γραμμαί), αἱ, colures, two great circles passing through the equinoctial and solstitial points, intersecting at the poles, Hipparch.1.11.17 (sg.), Theo Sm. p.132 H., etc.(in full οἱ κ. κύκλοι Gem.2.21): sg., Theol.Ar.55.
III a kind of fig, Ath.3.75d.
German (Pape)
[Seite 1475] mit verschnittenem, abgeschnittenem Schwanze, stutzschwänzig; ὄρνις, ein Vogel, dem vor Alter die Schwanzfedern ausgefallen sind, Plut. Flam. 21; auch a. Sp.; auch übertr., alt u. kraftlos. – Αἱ κόλουροι, sc. γραμμαί, die Koluren, zwei größte Kreise an der Himmelskugel, durch die Aequinoctial- u. Solstitialpunkte gezogen, die sich in den Polen durchkreuzen; so benannt, weil ein Teil von ihnen unsichtbar ist; Procl. u. A.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a perdu sa queue, sans queue.
Étymologie: κόλος, οὐρά.
Par. κόθουρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κόλουρος -ον [κόλος, οὐρά] met afgeknipte staart:. ὄρνιν... ἀπτῆνα καὶ κόλουρον een vogel zonder vleugels of staart Plut. Flam. 21.1.
Russian (Dvoretsky)
κόλουρος: потерявший хвост, бесхвостый (ὄρνις Plut.).
Greek Monolingual
-η, -ο (Α κόλουρος, -ον, θηλ. και κόλουρις)
1. αυτός που έχει κομμένη ουρά («ὥσπερ ὑπό γήρως ἀπτῆνα καὶ κόλουρον», Πλούτ.)
2. χαρακτηρισμός απλών στερεών γεωμετρικών σωμάτων που προκύπτουν από άλλα αν με μια κατάλληλη τομή αφαιρεθεί ένα τμήμα τους (α. «κόλουρο πρίσμα» — στερεό γεωμετρικό σώμα που ορίζεται από μία πρισματική επιφάνεια και από δύο μη παράλληλες επίπεδες επιφάνειες, τις βάσεις
β. «κόλουρος κώνος» — στερεό που περιλαμβάνεται μεταξύ της βάσης και της τομής ενός κώνου από επίπεδο το οποίο τέμνει την παράπλευρη επιφάνειά του
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο κόλουρος
αστρον. ονομασία τών δύο κύριων μεσημβρινών της ουράνιας σφαίρας (α. «κόλουρος τών ηλιοστασίων» β. «κόλουρος τών ισημεριών»)
αρχ.
1. είδος σύκου
2. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ κόλουροι
(ενν. γραμμαί) δύο μεγάλοι υποθετικοί κύκλοι της ουράνιας σφαίρας που διέρχονται από τα ισημερινό και τροπικά σημεία και τέμνονται σταυροειδώς στους πόλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόλος + -ουρος (< οὐρά), πρβλ. λεύκουρος, μελάνουρος].
Greek Monotonic
κόλουρος: -ον (κόλος, οὐρά), αυτός που έχει κομμένη ουρά, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
κόλουρος: -ον, (κόλος, οὐρά) ὁ κολοβὴν ἔχων οὐρὰν ἢ μὴ ἔχων οὐράν, κ. ὄρνις, πτηνὸν ἀπολέσαν τὴν οὐρὰν ἐκ τῆς ἡλικίας, Πλουτ. Φλαμίν. 21· ― θηλ. κόλουρις, ἐπὶ τῆς ἀλώπεκος (ἐν τῷ μύθῳ) ἥτις ἀπέβαλε τὴν οὐράν, Τιμοκρέων 3 (ἀνθ’ οὗ ὁ Ἡσύχ. ἔχει: κοθοῦρις, πρβλ. κόθουρος). 2) καθόλου, ἠκρωτηριασμένος, πυραμὶς Νικομ. Ἀριθ. σ. 291 Ast.· ― κολουροπῡραμίς, Θέων Σμυρν. σ. 30. ΙΙ. κόλουροι (δηλ. γραμμαί), αἱ, δύο μεγάλοι ὑποθετικοὶ κύκλοι διερχόμενοι διὰ τῶν ἰσημερινῶν καὶ τροπικῶν σημείων καὶ σταυροειδῶς διατεμνόμενοι κατὰ τοὺς πόλους, Πρόκλ.