νεφροειδής

Revision as of 13:38, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ές,

   A like a kidney, Arist.HA508a30.

Greek (Liddell-Scott)

νεφροειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς νεφρόν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 22, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

-ές (Α νεφροειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με τον νεφρό, που έχει το σχήμα του νεφρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφρός + -ειδής].

Russian (Dvoretsky)

νεφροειδής: почковидный (καρδία ὄφεων Arst.).