νεφρό

From LSJ

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source

Greek Monolingual

το (Μ νεφρό και νεφρόν)
ο νεφρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του νεφρός (), με αλλαγή γένους κατά το πλευρό, ενώ ο πληθ. νεφρά κατά τα ἥπατα. Κατ' άλλη άποψη, πρώτα σχηματίστηκε ο πληθ. νεφρά (κατά το ἥπατα) και μετά, υποχωρητικά, σχηματίστηκε ο ενικός νεφρό (το)].