ξυλοκατασκεύαστος

Revision as of 13:38, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A made of wood, Sch. Lyc.361.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλοκατασκεύαστος: -ον, ὁ ἐκ ξύλου κατεσκευασμένος, Σχόλ. Λυκόφρ. 361· ὡσαύτως ξυλοκατάσκευος, διάφ. γραφ. ἐν τοῖς τοῦ Νικήτ. Χρον. 404D.

Greek Monolingual

ξυλοκατασκεύαστος, -ον (Α)
ο κατασκευασμένος από ξύλο.