ξανθόχροος

Revision as of 13:38, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον, (χρόα, χρώς)

   A with yellow skin, δέμας Mosch.2.84 : heterocl. acc. ξανθόχροα Nonn.D.11.180.

German (Pape)

[Seite 275] zsgz. ξανθόχρους, = Folgdm; Mosch. 2, 84; Nonn. D. 11, 179.

Greek (Liddell-Scott)

ξανθόχροος: -ον, (χρόα, χρὼς) ὁ ἔχων κίτρινον δέρμα, Μόσχ. 2, 84· ἑτερόκλ. αἰτ. ξανθόχροα, Νόνν. Δ. 11· - οὕτω, ξανθόχρως, ωτος, ὁ, ἡ, ἐπὶ ἰχθύος τηγανιστοῦ, Ναυσικράτης ἐν «Ναυκλήροις» 2.

Greek Monotonic

ξανθόχροος: -ον (χρόα, χρώς), αυτός που έχει κιτρινωπό δέρμα, σε Μόσχ.