πασιφαής

Revision as of 13:44, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ές,

   A shining on all, Orph.H.8.14, Man.3.346 :—fem. πᾱσῐ-φάεσσα [φᾰ], Epigr. in Arist.Mir.843b29.

German (Pape)

[Seite 531] ές, = παμφαής, Allen leuchtend, Helios, Orph. H. 7, 14, auch Beiwort der Aphrodite, Maneth. 3, 346.

Greek (Liddell-Scott)

πᾱσῐφαής: -ές, ὁ ἐπὶ πάντας λάμπων, Ὀρφ. Ὕμν. 7. 14, Μανέθων 3. 346· θηλυκ. πασιφάεσσα, Ἐπίγραμμ. ἐν Ἀριστ. π. Θαυμασ. 133·- οὕτω φᾰνής, ές, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 12. 3.

Greek Monolingual

-ές, θηλ. και πασιφάεσσα, Α
1. αυτός που λάμπει σε όλους
2. ορατός σε όλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. πᾶσι του πᾶς + -φαής (< φᾶος «φως»)].