πασιφαής
From LSJ
Οὔκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ → No one is so foolish that they wish to die
English (LSJ)
πασιφαές, shining on all, Orph.H.8.14, Man.3.346:—fem. πασιφάεσσα [φᾰ], Epigr. in Arist.Mir.843b29.
German (Pape)
[Seite 531] ές, = παμφαής, Allen leuchtend, Helios, Orph. H. 7, 14, auch Beiwort der Aphrodite, Maneth. 3, 346.
Greek (Liddell-Scott)
πᾱσῐφαής: -ές, ὁ ἐπὶ πάντας λάμπων, Ὀρφ. Ὕμν. 7. 14, Μανέθων 3. 346· θηλυκ. πασιφάεσσα, Ἐπίγραμμ. ἐν Ἀριστ. π. Θαυμασ. 133·- οὕτω φᾰνής, ές, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 12. 3.
Greek Monolingual
-ές, θηλ. και πασιφάεσσα, Α
1. αυτός που λάμπει σε όλους
2. ορατός σε όλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. πᾶσι του πᾶς + -φαής (< φᾶος «φως»)].