προκαταλάμπω

Revision as of 13:55, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A illumine in front, Sch.Il.18.486.

German (Pape)

[Seite 728] vorher erleuchten, Schol. Il. 18, 486.

Greek (Liddell-Scott)

προκαταλάμπω: καταλάμπω, φωτίζω πρότερον, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Σ. 486.

Greek Monolingual

Α
καταφωτίζω εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καταλάμπω «λαμποκοπώ, φωτίζω με λαμπρό φως»].