λαμποκοπώ

From LSJ

τὸ αὐτοφυὲς κρεῖττον τοῦ ἑτεροδιδάκτου → what is inborn is better than what is taught by others

Source

Greek Monolingual

-άω
1. εκπέμπω έντονη και συνεχή λάμψη, ακτινοβολώ, λάμπω
2. αστράφτω από καθαριότητα («τα ρούχα του πάντοτε λαμποκοπούν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάμπω + -κοπώ (< κόπος), πρβλ. ιδροκοπώ, μεθοκοπώ].