προικίδιος

Revision as of 14:00, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

α, ον,

   A forming a dowry, κλῆροι Ph.2.291; θεράπαιναι ib.443.

German (Pape)

[Seite 725] = προίκειος, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

προικίδιος: -α, -ον, = προίκειος, προικῷος, Φίλων 2. 443.

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α
προικώος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προίξ, -κός + επίθημα -ίδιος (πρβλ. νυμφ-ίδιος)].