(parox.), ὁ,
A worker on unirrigated land, BGU1527.1 (iii B. C.).
ὁ, Ααυτός που καθαρίζει και οργώνει χέρσα έκταση.[ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + -κόπος (< κόπτω), πρβλ. ξνλο-κόπος, ὑλο-κόπος.