χερσοκόπος

From LSJ

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χερσοκόπος Medium diacritics: χερσοκόπος Low diacritics: χερσοκόπος Capitals: ΧΕΡΣΟΚΟΠΟΣ
Transliteration A: chersokópos Transliteration B: chersokopos Transliteration C: chersokopos Beta Code: xerso/kopos

English (LSJ)

(parox.), ὁ, worker on unirrigated land, BGU1527.1 (iii B. C.).

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που καθαρίζει και οργώνει χέρσα έκταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + -κόπος (< κόπτω), πρβλ. ξνλο-κόπος, ὑλο-κόπος.