ἀγχιστήρ

Revision as of 14:11, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A one who brings near, πάθους S.Tr.256.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγχιστήρ: ῆρος, ὁ, ὁ φέρων πλησίον, ὁ ἐγγίζων (ἐνεργ. σημ.) μόνον παρὰ Σοφ. Τρ. 256, ἦ μὴν τὸν ἀγχιστῆρα τοῦδε τοῦ πάθους, τὸν πρόξενον τούτου τοῦ πάθους.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
qui est cause de.
Étymologie: ἄγχι.

Spanish (DGE)

-ῆρος, ὁ
el que aporta, el que es causa de πάθους S.Tr.256, cf. Fr.Lex.III.

Greek Monotonic

ἀγχιστήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που φέρνει κοντά, άμεσος δράστης, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγχιστήρ: ῆρος ὁ ближайший виновник (τοῦδε τοῦ πάθους Soph.).

Middle Liddell

[from ἄγχιστος
one who brings near, the immediate author, Soph..