ές, (ῥίπτω)
A flung on the ground, PMag.Par.1.196.
-ές, Α1. καλυμμένος με χώμα2. ριγμένος καταγής.[ΕΤΥΜΟΛ. < χθών, χθονός + -ριφής (< ῥίπτω, πρβλ. ῥιφ-ή, παθ. αόρ. ἐ-ρρίφ-θην), πρβλ. ἀερο-ριφής, χαμαι-ριφής].