ἀσχαδής

Revision as of 14:19, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ές, (σχάζω)

   A not to be restrained, A.Fr.418.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσχᾰδής: -ές, (σχάζω) ἀκατάσχετος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 363, πρβλ. Ἡσύχ. ἔνθα ἑρμηνεύεται «ἀμετάσχετος».

Spanish (DGE)

(ἀσχᾰδής) -ές irreprimible s. cont., A.Fr.418.

Greek Monolingual

ἀσχαδής, -ές (Α) σχάζω
ακατάσχετος, ασυγκράτητος.